Super Contest
Ο δοκιμαστικός διαγωνισμός αποτελείται από 40 ερωτήσεις (θέματα του περσινού διαγωνισμού) και μπορείς να τον επαναλάβεις όσες φορές θέλεις.
Δυο παιδικά κρεβάτια _______________, βγήκαν από το ανοιχτό παράθυρο και πέταξαν στον σκοτεινό ουρανό. Η Λήδα το κατάλαβε πρώτη. Κοίταξε στο διπλανό κρεβάτι. Η Ηρώ ανέμελη χοροπηδούσε.
Είδε δίπλα της την Ηρώ να _______________. Πάλι καλά, γιατί νωρίτερα της έσπασε τα νεύρα: «Λήδα, μπορεί και να μην είναι τόσο άσχημα εκεί». Τότε η Λήδα την κοίταξε με δολοφονικό βλέμμα.
Κι ύστερα η Ηρώ είπε: «Μπορεί και να είναι συμπαθητικός αυτός ο παππούς» και η Λήδα την κοίταξε με δολοφονικό βλέμμα νούμερο 2. «Συμπαθητικός και να μην τον έχουμε δει ποτέ;» «Μπορεί να είναι _______________ παππούς και να μην μπορεί να ταξιδεύει». «Κι εγώ λέω ότι εσύ στα σίγουρα είσαι πολύ πολύ χαζή». Άλλη φορά η Ηρώ θα της τραβούσε τα μαλλιά, θα την τσιμπούσε, αλλά τώρα έκανε μόνο ένα «ουφ».
Η Λήδα έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να _______________ μια κανονική μέρα. Ένα μεσημέρι. Όλη η οικογένεια μαζί. Στην κουζίνα περνούσαν τις περισσότερες ώρες. Εκεί τρώγανε. Όλοι μαζί έστρωναν το τραπέζι.
Δηλαδή σχεδόν όλοι, γιατί ο μπαμπάς τις πιο πολλές φορές προσπαθούσε να τσιμπολογήσει μέσα από τις κατσαρόλες. Η μαμά τον μάλωνε. «Τι κακή _______________ είναι αυτή. Να χώνεις τα χέρια σου μέσα στο φαγητό!»
«Μα έτσι είναι πιο νόστιμο». Ο μπαμπάς τούς έκλεινε το μάτι και έκανε γκριμάτσες. Η μαμά τού απαντούσε με τις δικές της γκριμάτσες. Τα κορίτσια γελούσαν και ο μπαμπάς έφτιαχνε μικρές μπουκίτσες και τις _______________ στο στόμα. «Ωραία πράγματα τους μαθαίνεις. Να τρώνε με τα χέρια».
«Τους μαθαίνω να _______________». «Όταν θα βρεθούν μόνες τους στο δάσος;» «Στο δάσος ή όπου αλλού δε θα έχουν μαχαίρια και πιρούνια…» Πάντα ο μπαμπάς έβρισκε έναν λόγο για να κάνει τη μαμά τούρμπο. Άλλοτε τούρμπο γέλιο κι άλλοτε τούρμπο δάκρυα.
Και μια μέρα ο μπαμπάς έφυγε κι η μαμά ήταν όλο τούρμπο δάκρυα. Τα _______________ τούς έπαιρνε τηλέφωνο για «καληνύστα», όπως έλεγαν μεταξύ τους την καληνύχτα.
«Μπαμπά, δεν μπορούμε να έρθουμε να σε δούμε;» ρώτησε μια μέρα η Ηρώ. «Στα νοσοκομεία δεν επιτρέπονται τα μικρά παιδιά». «Υπόσχεσαι τότε ότι θα έρθεις γρήγορα;» «Το θέλω από δω ως εκεί κι ύστερα πάλι πίσω ως τον ουρανό και μετά έναν _______________ όλο το βουνό και ύστερα…»
«Μπαμπά, σταμάτα!» «Καληνύχτα, λελούδες μου». «Καληνύχτα, μπαμπακένιε». Έτσι ήταν πάντα ο μπαμπάς. Θα _______________ τρόπο να τις κάνει να γελάσουν. Εκείνες τις μέρες η μαμά έλειπε πολλές ώρες, αλλά τα κορίτσια περνούσαν τέλεια στην κυρία Κατερίνα, στο διπλανό διαμέρισμα.
Η κυρία Κατερίνα κάνει νοστιμότατες πίτες και κέικ πορτοκαλιού. Αλλά το καλύτερο απ’ όλα είναι η Όλγα, η κόρη της κυρίας Κατερίνας· σπουδάζει χορό και είναι πολύ όμορφη. Έχει άπειρα των απείρων σκουλαρίκια στα αυτιά της κι ένα αληθινότατο τατουάζ _______________ στα μαλλιά της.
Μόνο όταν τα μαζεύει αλογοουρά _______________ ένα μικρό πουλάκι που φτεροκοπάει στον λαιμό της. «Μαμά, είδες πόσο πολλά σκουλαρίκια έχει η Όλγα στ’ αυτιά της;» «Όχι, αγάπη μου, δεν τα είδα».
«Μα δε γίνεται, μαμά, είναι πάρα πολλά». «Δεν τα είδα, Ηρώ. Είμαι κουρασμένη. Άσε με». «Λήδα, εσύ είδες;» «Ναι, Ηρώ, αλλά δεν τα μέτρησα κιόλας». «Μπορεί να είναι και είκοσι». «Όχι, είναι πέντε στο δεξί αυτί και έξι στο αριστερό». «_______________ που δεν τα μέτρησες!
Κι εγώ, όταν μεγαλώσω, θα κάνω πέντε στο δεξί, έξι στο αριστερό και ίσως μια πεταλούδα _______________ λαιμό μου». «Μα αυτό είναι αντιγραφή. Και δεν είναι καθόλου σωστό να αντιγράφεις όλη την ώρα. Το ίδιο κάνεις και μαζί μου». «Γιατί όχι, Λήδα; Δεν είναι δίκαιο. Όταν μεγαλώσω, θέλω κι εγώ να γίνω σαν την Όλγα. Και θα χορεύω όλη μέρα».
«Αντιγραφέας… αντιγραφέας…» «Δεν είμαι. Απλά μου αρέσουν κι εμένα. Μαμά, πες στη Λήδα. Δεν είναι _______________ … Κι εγώ άλλωστε δε θα κάνω πουλάκι τατουάζ, θα κάνω πεταλούδα». «Αντιγραφέα… Χέστρα, που φωνάζεις τη μαμά».
Τότε η μαμά έβαλε τα κλάματα. Έτσι ξαφνικά. Και η Ηρώ άρχισε να κλαίει κι έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς. Και η Λήδα το ίδιο. Και τους πήρε ο ύπνος στο διπλό κρεβάτι χωρίς να _______________ τα δόντια τους, χωρίς να φορέσουν πιτζάμες.
Την άλλη μέρα η μαμά τούς είπε ότι θα λείψει όλο το βράδυ. «Θα μείνετε με την Όλγα». «Θα έρθει η Όλγα εδώ;» «Ναι, κορίτσια, θα έρθει. Να είστε _______________ και στις δέκα στο κρεβάτι». «Μα, μαμά, αύριο είναι Σάββατο». «Σάββατο είναι; Στις έντεκα τότε».
Εκείνο το βράδυ ήταν από τα καλύτερά τους. Η Όλγα ήρθε με τις πιτζάμες της. Μια ολόκληρη νύχτα με την Όλγα ολοδικιά τους. Θεϊκό! Και φάγανε πίτσα και μιλούσανε για διάφορα. Κι ύστερα γελώντας _______________ τον μπαμπά τους που τρώει από την κατσαρόλα και παίξανε το παιχνίδι της αλήθειας.
Έπρεπε να απαντήσεις, αλλιώς έχανες. Και η Λήδα ρώτησε την Όλγα: «Ξέρεις γιατί _______________ ο μπαμπάς μας;» και η Όλγα δεν απάντησε και φώναξε: «Βαριέμαι αυτό το παιχνίδι. Ώρα για χορό». Και τότε ξεκίνησε το αληθινό πιτζάμα πάρτι. Η Όλγα έβαλε δυνατά μουσική κι άρχισε να χορεύει. Τα κορίτσια την κοιτούσαν γελώντας.
«Ελάτε, κορίτσια. Χορέψτε μαζί μου!» Τα κορίτσια την κοιτούσαν ντροπαλά. Κάνανε ένα βήμα μπροστά κι ένα πίσω. Ήθελαν, αλλά δεν ήξεραν πώς. Τότε η Όλγα τούς έδειξε. Κουνούσε χέρια, πόδια, πηδούσε, και τα κορίτσια έκαναν το ίδιο. Γελούσαν και _______________. «Κι άλλο, κορίτσια. Κι άλλο» φώναζε η Όλγα. «Κι άλλο κι άλλο» φώναζαν τα κορίτσια.
Όταν σταμάτησαν, είχαν γίνει παπιά. Η Όλγα _______________ ανάμεσα στα δυο κρεβάτια. «Όλγα, είναι τέλειο να χορεύεις. Ε;» «Ναι, τέλειο!» «Κι εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω χορεύτρια». «Και να μη γίνεις χορεύτρια, να χορεύεις πάντα. Ο χορός είναι φοβερή δύναμη.
Τα παλιά τα χρόνια στη Μαδαγασκάρη, όταν οι άντρες έλειπαν στον πόλεμο, οι γυναίκες και τα κορίτσια δε σταματούσαν να χορεύουν νύχτα μέρα. Πίστευαν ότι χορεύοντας έστελναν στους συζύγους τους δύναμη, κουράγιο και καλή _______________. Κι έτσι χορεύανε συνέχεια».
Την επόμενη μέρα η μαμά τούς έφερε δυο μικρά δέματα, δώρα από τον μπαμπά. Και οι δυο τα ανοίξανε με ανυπομονησία. Ένα μικρό κόκκινο _______________ για τη Λήδα κι ένα γαλάζιο για την Ηρώ.
«Για να _______________ το καλοκαίρι τι θα κάνετε κάθε μέρα στο σπίτι του παππού κι έτσι να μην ξεχάσετε να μου τα πείτε όλα όταν θα έρθω». «Μαμά, τι χαζομάρες λέει ο μπαμπάς;» ρώτησε η Ηρώ. «Μαμά, πες ότι δε θα πάμε στον παππού» φώναξε η Λήδα.
«Ναι, κορίτσια, θα πάτε στον παππού». «Μαμά, θέλω να μείνουμε εδώ, μαζί σου. Αν εσύ πηγαίνεις στον μπαμπά, θα _______________ με την Όλγα στην κυρία Κατερίνα». «Αυτό δε γίνεται, Λήδα. Θα πάτε στο χωριό στον παππού. Δείτε το αλλιώς. Ένα καλοκαίρι μακριά από την πόλη» είπε η μαμά μ’ ένα ύφος που έκανε τα κορίτσια να σταματήσουν τις φωνές.
Μόνο η Ηρώ μετά από λίγο _______________: «Έχει θάλασσα; Θα πάρουμε τα μαγιό μας;». Η Λήδα μάλωσε την αδελφή της. «Ηρώ, δεν πάμε διακοπές». «Μαμά, είναι κοντά η Μαγαδασκάρη;» «Ηρώ! Σκάσε επιτέλους». «Λήδα, μην της φωνάζεις. Ηρώ μου, το χωριό δεν είναι στη θάλασσα.
Και η Μαδαγασκάρη είναι πολύ μακριά. Κοντά στο σπίτι έχει μια μεγάλη λίμνη. Θα σας αρέσει στο αγρόκτημα του παππού, είμαι σίγουρη». «Είστε ψεύτες» φώναξε η Λήδα. «Δεν πάω πουθενά. Γιατί, μαμά; Γιατί; Τον παππού δεν τον έχω δει ποτέ. Και μια φορά που λες ότι ήρθε να μας δει, δεν τον θυμάμαι. Ήμουνα μωρό και η Ηρώ ούτε που είχε _______________».
«Ευκαιρία να τον _______________, Λήδα». «Μαμά, να πάρουμε τα παπούτσια για να ανεβαίνουμε στο βουνό;» ρώτησε η Ηρώ προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Το τελευταίο βράδυ πριν φύγουν η μαμά ήρθε στις μύτες στο δωμάτιό τους. Η Λήδα δεν κουνήθηκε.
Κάθισε στο κρεβάτι της Ηρώς και τη _______________ και τη φίλησε κι ύστερα στο κρεβάτι της Λήδας. Η Λήδα την αγκάλιασε. «Μαμά, ο μπαμπάς θα έρθει ξανά σπίτι;» Μάλλον η μαμά δεν άκουσε, γιατί είπε μια απ’ αυτές τις αρλούμπες που έλεγε κι όταν τους διάβαζε παραμύθια και την έπαιρνε ο ύπνος. Είπε: «Ο μπαμπάς, εσύ, η Ηρώ είστε το σπίτι μου».
Το επόμενο πρωί ήρθε ένα αυτοκίνητο για να τις πάρει να τις πάει στον παππού. Η μαμά στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού τους. Φορούσε ένα λουλουδάτο φόρεμα και τους χαμογελούσε. «Μαμά, μην αργήσεις να έρθεις. Ορκίσου πως θα φέρεις και _______________ μπαμπά!» φώναξε η Ηρώ.
Η μαμά τότε άρχισε να τους στέλνει φιλιά και η Ηρώ τα έπιανε στον αέρα. Η Λήδα κατέβασε θυμωμένη το κεφάλι της. Έτσι δεν είδε τη μαμά της να σηκώνει το χέρι, να το βάζει στην καρδιά και να λέει: «_______________». * Εδώ θα χρειαστεί να «σπάσεις» τη λέξη σε συλλαβές
Μόλις το αυτοκίνητο _______________, η Μάρθα έβγαλε μια δυνατή κραυγή. Ο κόσμος κόπηκε ξαφνικά στα δύο. Τα δυο κορίτσια ταξίδευαν γι’ αυτόν τον παππού που δε γνώριζαν. Αυτός ο παππούς ζούσε σ’ ένα απομονωμένο αγρόκτημα σ’ ένα χωριό που δύσκολα έβρισκες στον χάρτη. Στον τόπο της Μάρθας.
Ο οδηγός τους ήταν ψηλός και αδύνατος. «Λήδα, ο οδηγός μας είναι μακαρόνι». «Μη μιλάς, θα σ’ ακούσει». «Ναι, αλλά πες, δεν είναι σαν μακαρόνι;» Ο Μακαρόνι ήταν ο οδηγός στην εταιρεία που δούλευε ο μπαμπάς τους και του έκανε _______________. Πράγματι, ακόμα λίγο και θα έφτανε την οροφή του αυτοκινήτου.
«Ααααψού» έκανε και γέμισε το παρμπρίζ σάλια. «Μπλιαχ ο Μακαρόνι» _______________ η Ηρώ. Ο οδηγός έβαλε μπροστά τη μηχανή και η Ηρώ ξεκίνησε και δεν τέλειωνε: «Γεια σου, σπίτι. Γεια σου, μαμά. Γεια σου, μπαμπά. Γεια σου, σχολείο. Γεια σου, Όλγα.
Γεια σας, _______________ στην πλατεία. Γεια και στον περιπτερά τον Θύμιο με τα πιο άπαιχτα παγωτά. Γεια σου, κρεβατάκι μου». Όταν το αυτοκίνητο βγήκε από την πόλη κι άρχισε να τρέχει στον μεγάλο αυτοκινητόδρομο, η Λήδα είχε μετρήσει τουλάχιστον πενήντα γεια σου.
Η Ηρώ συνέχιζε, αλλά η Λήδα σταμάτησε να μετράει. Έκλεισε τα μάτια της και την πήρε ο ύπνος. Τότε η Λήδα είδε αυτό το _______________ όνειρο. Άνοιξε το παράθυρο και τα δυο κρεβάτια πέταξαν ψηλά. Πάνω από γκρεμούς, πάνω από σκοτάδια, πάνω από το τίποτα. Η Λήδα κοίταξε τη μικρή της αδελφή.
Κοιμόταν πάνω στο απέναντι παράθυρο. Τέντωσε τα χέρια της η Λήδα και τράβηξε την αδελφή της. Ακούμπησε το κεφάλι της στα πόδια της κι ύστερα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Πόσες ώρες να ταξίδευαν; Ένιωσε το στομάχι της να _______________ και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Μάλλον ήταν στην άκρη του κόσμου. Από το παράθυρό της είδε μόνο κύματα θεόρατα να σπάνε πάνω στα βράχια. Πού _______________; Κι αν δεν ήταν στην άκρη του κόσμου, ήταν σίγουρα στην άλλη άκρη από κει που ήταν το σπίτι τους. Στην άλλη άκρη από τη μαμά τους. Στην άλλη άκρη από τον μπαμπά τους. Στην άλλη άκρη από την ευτυχία.
Ο ΟΔΗΓΟΣ ΜΑΚΑΡΟΝΙ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ το αυτοκίνητο στη μέση του πουθενά. Κι ύστερα βγάζει έναν χάρτη και τον γυρνάει από δω, τον γυρνάει κι από κει. Μήπως έχουν χαθεί; Έτσι η Λήδα μαθαίνει ότι από το κακό υπάρχει πάντα και το _______________. Δε φτάνει που τους στέλνουν σ’ έναν παππού που δε γνωρίζουν, μ’ έναν οδηγό που δε γνωρίζουν, αυτός ο οδηγός χάνεται στη μέση του πουθενά.
Πάτα ολοκλήρωση για να υποβάλεις οριστικά το quiz.
Μπορείς να πατήσεις το κουμπί “Προηγούμενη” και να διορθώσεις οποιαδήποτε απάντησή σου ή να δώσεις απάντηση σε όποια άφησες κενή.
Όταν είσαι σίγουρος/η πάτησε το κουμπί “Ολοκλήρωση”.
Το κείμενο του διαγωνισμού για τη ΣΤ’ Δημοτικού, είναι απόσπασμα από το βιβλίο Χρυσά κουπιά των Εκδόσεων Πατάκη.