Super Contest
Ο δοκιμαστικός διαγωνισμός αποτελείται από 40 ερωτήσεις (θέματα του περσινού διαγωνισμού) και μπορείς να τον επαναλάβεις όσες φορές θέλεις.
Η εντολή του παππού ήταν ξεκάθαρη – «Κοιμόμαστε με το παράθυρο ανοιχτό… Έστω _______________! Κι αυτό, χειμώνα καλοκαίρι!».
Μία εντολή που –έτσι _______________ ο παππούς– ο ίδιος την εφάρμοζε από τότε που μπορούσε να παίρνει μόνος του αποφάσεις, και στη συνέχεια ασφαλώς και την επέβαλε και στον δικό του γιο. Τώρα στον εγγονό του.
«Του πατέρα σου βλέπεις πόσο καλό του έχει κάνει!» ο παππούς λέει και καταπίνει την τελευταία γουλιά τσαγιού. Τα μουστάκια του έχουν νοτιστεί και η γλώσσα του περνά πάνω από τα στενά του _______________.
Κυριακή, προχωρημένο απόγευμα. Η πρώτη Κυριακή που ο παππούς φιλοξενεί τον εγγονό. Πόσες ακόμα, τάχα; – αναρωτιέται ο Φιλ και από τη βεράντα όπου κάθονται μπορεί για λίγο ακόμα να διακρίνει το _______________ τζιπ του πατέρα του να διασχίζει την πεδιάδα, με τη σκόνη του χωματόδρομου να το ακολουθεί.
Σε λίγο, θα χαθεί πίσω από τη στροφή και κάποιος λόφος κρύβει τη θέα προς την Εθνική που τραβά μέχρι το λιμάνι – χιλιόμετρα μακριά. Ο πατέρας φορούσε τη στολή _______________. Μέχρι πριν από λίγες μέρες ελάχιστες ήταν οι φορές που ο Φιλ τον είχε δει να τη βάζει. Μα μέχρι πριν από λίγες μέρες ο πατέρας ήταν αποσπασμένος στο Αρχηγείο.
Μέχρι πριν από λίγες μέρες αυτό. Μέχρι πριν από λίγους μήνες… κάτι άλλο. Σ’ ένα διαμέρισμα ζούσανε και οι τρεις –ο Φιλ, ο πατέρας, η μητέρα– στην πόλη. Μέχρι πριν από λίγους μήνες έτσι κι οι τρεις ζούσανε – μετρά _______________ ο Φιλ μέρες και μήνες που περάσανε από τότε.
Και φτάνει σ’ αυτό το τότε που ξεκίνησαν όλα να αλλάζουνε. Στη στιγμή μιας ώρας, μιας μέρας, ενός μήνα –πάντα μετρά ο Φιλ– που η μητέρα άνοιξε τον φάκελο και διάβασε –τα μάτια της λάμπανε, ένας σπασμός _______________ το σχήμα των χειλιών της– και ενημέρωσε:
«Με δεχτήκανε!» – τελικά πανηγύρισε. Ο πατέρας άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί – «Από την κάβα του πατέρα μου… Είκοσι χρόνια _______________ … Θα το πιούμε μέσα σε μια ώρα!» σχεδόν διέταξε και μέχρι και στον Φιλ πρόσφερε ένα ποτήρι.
Ένα ακόμα ποτήρι στη μητέρα. Ο ίδιος πήρε να πίνει από την μπουκάλα. «Γιατί δε θες να καταλάβεις…» Η μητέρα άφησε την επιστολή στο τραπέζι και είχε γυρισμένη την πλάτη προς το δωμάτιο. _______________ από το παράθυρο.
«Τι θες να καταλάβω;… Πως η γυναίκα μου με αφήνει… Πως η μάνα του παιδιού μου θα το εγκαταλείψει για δυο ολόκληρα χρόνια;…» Ο πατέρας σκουπίζει με την ανάστροφη της παλάμης στάλες που _______________ στο πιγούνι του.
«Λες μεγάλες κουβέντες… Άδικες! Δεν αφήνω, δεν εγκαταλείπω κανέναν… Απλώς έχω _______________ να κάνω αυτό που από μικρή ονειρευόμουνα… Που γι’ αυτό σπούδασα…» Η μητέρα τώρα έχει πίσω από την πλάτη της το παράθυρο και τους ώμους της τους στολίζει η απέναντι πολυκατοικία.
Ο Φιλ γνώριζε το όνειρο της μητέρας. Αυτό που την είχε κάνει να σπουδάσει ηλεκτρονικά και μηχανολογία και φυσική και να είναι από τις πρώτες γυναίκες που είχαν πάρει πτυχίο από την Ακαδημία Πολιτικής του Διαστήματος – τούτης της Ακαδημίας που τώρα της _______________ πως τη δεχότανε και ως ερευνητικό μέλος της.
Η ίδια –όπως άλλες μάνες λέγανε παραμύθια στα παιδιά τους– του αφηγούνταν τα παιδικά της όνειρα και τις εφηβικές της _______________, τις ατέλειωτες ώρες μελέτης και μετά… Σ’ αυτό το μετά ποτέ η μητέρα δεν έφτανε.
Σε _______________ σχεδίαζε για το μέλλον της, δεν υπήρχε ο πατέρας… Δεν υπήρχε και ο Φιλ; «Μ’ αγαπάς» τριβότανε εκείνος πάνω της και η μητέρα τού ανακάτευε τα μαλλιά. Με ένα χάδι –απόμακρο, ουδέτερο– απαντούσε.
Και με κινήσεις, πάλι, ουδέτερες, και με λόγια _______________ – κάθε φορά και πάντα οι ίδιες κινήσεις, τα ίδια λόγια – του άπλωνε μπροστά του παιχνίδια και βιβλία που εκείνη είχε όταν ήταν στη δική του ηλικία.
Μια κούκλα που φορούσε στολή αστροναύτη, μια άλλη που έμοιαζε κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και μηχανή, κάποια μικρά οχήματα από αυτά που μπορούσες να φανταστείς πως ταξιδεύανε στα άστρα και τρία τέσσερα βιβλία με χοντρό _______________ και στις σελίδες τους φωτογραφίες από τις κινήσεις των αστεροειδών και τις τροχιές των πλανητών.
Πάνω στα γόνατά του τα ακούμπαγε ο Φιλ και αναζητούσε να ανακαλύψει γιατί το καθένα από αυτά –κουκλάκια και βιβλία– έπρεπε να του κρατήσει ευχάριστη συντροφιά. Απογεύματα ολόκληρα με τη δική τους παρουσία τα _______________ και με τη μητέρα, στον απέναντι καναπέ, να έχει πάνω στα δικά της γόνατα το λάπτοπ της και να πληκτρολογεί, να πληκτρολογεί…
Μερικές φορές ίσως και να μονολογούσε. Στον κόσμο της εκείνη, στον δικό του ο Φιλ, μέχρις ότου ερχότανε ο πατέρας και τους έβλεπε, γελούσε, απλώς γελούσε πριν χωθεί στο μπάνιο για να βγάλει από πάνω του τον _______________ της ολοήμερης παρουσίας του σε ένα στρατόπεδο.
Μα προτού βγει από το καθιστικό, και πάλι γελούσε και πρόσθετε: «Παίξε τώρα, μικρέ… Κι εγώ κάπως έτσι ήμουνα στα χρόνια σου… Μέχρις ότου ανακάλυψα τα παιχνίδια των _______________ και … Άντε να μεγαλώσεις, να βγει έστω και χνούδι στο πάνω χείλι σου και θα σ’ τα μάθω εγώ τα δικά μας τα παιχνίδια…».
Γελούσε ο πατέρας και χωνότανε στο μπάνιο∙ μισόκλεινε τα βλέφαρα η μητέρα και έριχνε το βλέμμα προς τη μεριά του παραθυριού. Το σούρουπο προχωρεί. Και τα χρώματα που απλώνονται στον ουρανό έχουν μια πολύχρωμη _______________. Αλλιώς το σούρουπο στην εξοχή.
Κι όμως, ο Φιλ ανατριχιάζει – έτσι κι αλλιώς, πάντα, όταν αρχίζει να _______________, αρχίζουν και οι δικές του οι σκέψεις να μπερδεύονται, να μετατρέπονται σε εικόνες που δεν είναι ξεκάθαρες. Το αμάνικο φανελάκι που φορά δε δείχνει ικανό να τον προφυλάξει από την υγρασία που κατεβαίνει από την πέρα οροσειρά.
Από την κρεμάστρα στο χολ πάει να πάρει το λεπτό καλοκαιρινό μπουφάν. Με την άκρη του ματιού του _______________, δίπλα στη σάλα, τις κρεμασμένες καραμπίνες και τα δυο κεφάλια ελαφιών – μάτια γυάλινα και κέρατα μακριά∙ τα πρώτα ίδια με νεκρά αστέρια, τα κέρατα ξερά κλαριά.
Και γύρω τους το μισοσκόταδο που _______________ μέσα στο σπίτι. Ο Φιλ βιάζεται να επιστρέψει στη βεράντα. Δίπλα του ο παππούς –τρεις, ίσως τέσσερις φορές όλες κι όλες είχαν ως τα τώρα ανταμώσει παππούς και εγγονός– ανάβει το τσιμπούκι του και η γλυκιά μυρωδιά του καπνού ενώνεται με τις μυρωδιές των γύρω λιβαδιών.
Τα ρούχα του παππού –μια ολόσωμη τζιν φόρμα κι από μέσα πουκάμισο με χαλαρωμένη γραβάτα– έχει μια άλλη μυρωδιά. Και τα νύχια του είναι μαυρισμένα στις άκρες τους – τα μέταλλα όλα αυτά τα χρόνια άφησαν πάνω στα νύχια και στις παλάμες του τα σημάδια τους, τα ρούχα του τα πότισαν με τα χνότα των λιωμένων μεταλλικών _______________.
Μπορεί το μικρό _______________ που στα νιάτα του ίδρυσε να έχει γίνει τώρα μια ανθούσα βιοτεχνία, αλλά ο παππούς περισσότερο μέσα στους χώρους των συνεργείων βρίσκεται και λιγότερο στο γραφείο του. Κι έτσι, κάτι σαν βαρύ σύννεφο λες και περιβάλλει το κορμί του παππού.
Στον Φιλ θυμίζει ένα άλλο σύννεφο, αυτό που είχε δει να ακολουθεί το τζιπ του πατέρα. Μα εκείνο ήταν σύννεφο σκόνης… Το χρυσαφί γκόλντεν ριτρίβερ –στο όνομα Ραστ ακούει– ανεβαίνει τα τρία σκαλιά της βεράντας, μυρίζει τις μπότες του παππού, _______________ να αφήσει το κεφάλι του να ακουμπήσει στα γόνατα του Φιλ.
«Ο Ραστ σε συμπάθησε». Ο παππούς μιλά με το τσιμπούκι πιασμένο ανάμεσα στα δόντια του. «Καλό αυτό… Θα έχεις συντροφιά… όλη τη μέρα. Εγώ φεύγω το χάραμα κι επιστρέφω τέτοια περίπου ώρα. Μπορεί και να χρειαστεί κάποια στιγμή να _______________ για δυο, τρεις μέρες… Το εξήγησα στον πατέρα σου…
Οι πολεμικές _______________ απαιτούν από εμάς των μετόπισθεν κάποιες θυσίες… και σίγουρα περισσότερη δουλειά. Αλλά εσένα θα έχω φροντίσει να σε καλύπτω. Έτσι κι αλλιώς, από το πανδοχείο του χωριού στέλνουνε μέρα παρά μέρα μια γυναίκα και φέρνει φαγητό, πλένει, σκουπίζει… Τέτοιες δουλειές… Γυναικείες… Ξέρεις τώρα… Οπότε…»
Ο Φιλ κουνά το κεφάλι. Στο διαμέρισμα παραγγέλνανε φαγητό από το σουπερμάρκετ, και την καθαριότητα την είχε αναλάβει ένα γραφείο. «Σ’ τα λέω αυτά για να ξέρεις πως είτε είμαι εδώ είτε λείψω για λίγο, εσύ θα ζεις όλη τη μέρα μόνος… Σχολείο, σπίτι… Ξέρεις εσύ…» ο παππούς _______________.
Και μετά απλώνει το χέρι, δείχνει τον αγροτικό δρόμο. «Ίσια θα τραβάς και θα φτάνεις στο σχολείο… Υπολόγιζε κανένα τέταρτο… Άντε εικοσάλεπτο, έτσι και βρέχει… Αν θες, παίρνε _______________ σκύλο μαζί σου… Έτσι για συντροφιά…» γελά ο παππούς «για να μη φοβάσαι!»
Γελά πιο δυνατά και _______________, τώρα η παλάμη του πέφτει πάνω στο γόνατο του Φιλ. «Θα φοβάσαι, βρε…» – δεν είναι ερώτηση. Τι είναι; αναρωτιέται ο Φιλ. Αλλά ο παππούς συνεχίζει. «Οι άντρες του σογιού μας δε φοβόμαστε. Μήτε εγώ φοβήθηκα μήτε ο πατέρας σου!…
Τον είδες τώρα;… Με το κεφάλι ψηλά παγαίνει… Και από μόνος του, μάλιστα! Αυτός το ζήτησε… Να πάει στην άλλη άκρη, που λένε, της γης για να βοηθήσει κι αυτός να καταλάβουνε οι μάγκες που εκεί πέρα έχουν σηκώσει κεφάλι πως το πάνω χέρι το ’χουμε εμείς και οι _______________ μας!»
_______________ την πλάτη του ο παππούς στην ψάθινη πολυθρόνα και παίρνει βαθιά ανάσα. «Το παλικάρι μου… Ο γιος μου!» Και πάλι στρέφεται προς τη μεριά του Φιλ. «Περήφανος, βρε, να είσαι για τον πατέρα σου! Τ’ ακούς!»
… καταλήγει και με μισόκλειστα μάτια _______________ τον δίσκο του ήλιου που κάτι πια λιγότερο από μια φέτα πεπονιού δείχνει… Η δύση ολοκληρώνεται. Στη βεράντα μισόφωτο. Σε λίγο θα τη φωτίζει μόνο το φως της λάμπας που κρέμεται από το δοκάρι της κρεβατιάς.
Ο Ραστ ξάπλωσε στα πόδια της πολυθρόνας του Φιλ κι αυτός _______________ τα βλέφαρα. «Εγώ πάω να ετοιμάζομαι… Ξυπνάω πάντα με το χάραμα… Εσύ, αν θες, βάλε το ξυπνητήρι. Υπάρχει ένα σε κάποιο ράφι της κουζίνας…»
Ο παππούς σηκώνεται και ο Ραστ υψώνει το κεφάλι. «Α, και κάτι άλλο… Όταν επιστρέφουμε από δουλειά ή σχολείο, αφήνουμε τα παπούτσια μας απ’ έξω… Να, εδώ, δίπλα στην πόρτα!» Δείχνει προς το πλατύσκαλο και μετά: «Στο _______________ κάτι θα βρεις για να φας…
… Πεινάς;» ο παππούς ρωτά και ο Φιλ κουνά το κεφάλι. Ο παππούς _______________. «Βρε συ, από το μεσημέρι που σ’ έφερε ο γιος μου, δεν έχεις ανοίξει το στόμα σου… Μουγγός είσαι;» Το βλέμμα του παππού γίνεται εξεταστικό. Έχει σταματήσει μπροστά στην πόρτα που οδηγεί στο σαλόνι.
«Κάποτε ο πατέρας σου κάτι μου είχε πει… Πως κεκεδίζεις… Ακόμα το έχεις το κουσούρι;» Ο Φιλ ανασαίνει βαθιά. Κοκκινίζει. «Όχι…» απαντά. Η φωνή του ακούγεται σταθερή. Μα και σιγανή. Το «όχι» δεν είναι λέξη που θα τον _______________.
Ο παππούς ανοίγει την πόρτα. «Να μιλάς πιο δυνατά… _______________… Κι άλλωστε, ξεψυχισμένα δε μιλάνε οι άντρες στο σόι μας…» Η πόρτα κλείνει από πίσω του. Ο Ραστ ακουμπά και πάλι το κεφάλι στα γόνατα του αγοριού. Έξω από τον χώρο της βεράντας, το μισόφωτο έχει μετατραπεί σε σκοτάδι μιας νύχτας με μισοφέγγαρο.
Δίχως όμως σύννεφα. Ο Αποσπερίτης λάμπει. Και κάτι, λες, _______________ διαπερνά τις σκέψεις του Φιλ. Δεν είναι κάποιος φόβος γνώριμος, δεν είναι αγωνία ίδια με εκείνη κάποιας άλλης, της όποιας νύχτας… Κάτι άβολο – αυτό είναι! Όχι… Κάτι άγνωστο είναι, που λες κι από κάπου φτάνει… Από κάπου ή από το πουθενά;
Πάτα ολοκλήρωση για να υποβάλεις οριστικά το quiz.
Μπορείς να πατήσεις το κουμπί “Προηγούμενη” και να διορθώσεις οποιαδήποτε απάντησή σου ή να δώσεις απάντηση σε όποια άφησες κενή.
Όταν είσαι σίγουρος/η πάτησε το κουμπί “Ολοκλήρωση”.
Το κείμενο του διαγωνισμού για τη Β’ Γυμνασίου, είναι απόσπασμα από το βιβλίο Η Μάσκα του Καπιτάνο των Εκδόσεων Πατάκη.