Super Contest
Ο δοκιμαστικός διαγωνισμός αποτελείται από 40 ερωτήσεις (θέματα του περσινού διαγωνισμού) και μπορείς να τον επαναλάβεις όσες φορές θέλεις.
Με λένε σκλαβί, σκλαβάκι, τιποτάκι. Δεν έχει σημασία από πού έρχομαι. Από την Αφρική, να από πού. Ούτε πώς έφτασα ως εδώ έχει σημασία. Με κλέψανε οι πειρατές απ’ τους _______________ και με πουλήσανε, να πώς.
Ίσως όμως _______________ να μιλήσω πρώτα για τη δική μου ιστορία πριν πω για την ιστορία των άλλων. Αλλά ίσως η δική μου και των άλλων να είναι τελικά η ίδια. Να είναι η δική μας. Θυμάμαι τους αμμόλοφους, θυμάμαι τη θάλασσα, θυμάμαι τη γλώσσα.
Θυμάμαι τη μάνα μου με απλωμένα χέρια να προσπαθεί να με αρπάξει στα τυφλά αλλά να μη με φτάνει. Καθώς _______________ το πειρατικό καράβι έβλεπα τις φλόγες να τυλίγουν την πόλη μου και το ’ξερα πως αυτό θα ’τανε το τέλος.
Έκλαιγα στην αρχή για τη μάνα μου και για μένα που _______________ έτσι, αλλά από τότε είδα πολλές μανάδες με απλωμένα χέρια και η δική μου ξέφτισε μέσα στη μνήμη μου. Η θάλασσα του τόπου μου με τούτη εδώ είναι ίδια.
Όταν μάλιστα _______________ στο λιμάνι κι ανεβαίνω στο πιο ψηλό κατάρτι, μπορώ να δω τον ήλιο της πατρίδας μου να αχνίζει στα νερά της. Έχει όμως κι η μελαγχολία το όριό της. Εδώ σ’ αυτό τον τόπο είμαι αέρας, δε φαίνομαι. Αλήθεια.
Το ’πε κι ο βασιλιάς κι από τότε μπορώ να _______________ παντού και κανείς να μη με βλέπει. Ή σχεδόν κανείς. Και να πώς έγινε. Όταν με πήρανε απ’ τη μάνα μου, με κλείσανε στ’ αμπάρι μαζί με άλλους από τα γύρω μέρη.
Θαλασσοπνιγήκαμε κάμποσο _______________ σαν σακιά ο ένας πάνω στον άλλον και όταν το ταξίδι τέλειωσε αράξαμε.
Μας πήγαιναν από παζάρι σε παζάρι και ολοένα λιγοστεύαμε, αλλά εμένα θέλανε να με _______________, μάλλον επειδή ήμουν ο μικρότερος. Έτσι κι έγινε, γιατί με πήρανε οι παλατιανοί.
Σιγά σιγά έμαθα τη γλώσσα. Στην αρχή _______________ κάτω απ’ τον πάγκο της μαγείρισσας, ύστερα μπαινοβγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο γεμίζοντας κι αδειάζοντας μπαούλα με ρούχα και σκεπάσματα, ανάλογα την εντολή, και τέλος κάνοντας θελήματα μέσα κι έξω απ’ τα παλάτια.
Όταν είχα χρόνο για χάσιμο έβγαζα τα ρούχα μου κι ολόγυμνος βούταγα στη θάλασσα. Τι ελευθερία! Τις πρώτες φορές δοκίμασα να _______________ μέχρι την πατρίδα μου, τόσο κοντά μού φαινόταν.
Αλλά σύντομα κατάλαβα πως εάν συνέχιζα θα μ’ έβρισκαν τουμπανιασμένο πάνω σε κάνα βράχο στην ακτή κι αποφάσισα πως δεν άξιζε τον κόπο. Έπνιξα τις πρώτες νοσταλγίες με μικρές _______________.
Με βουτιές δηλαδή, με σκαρφαλώματα στ’ αφιλόξενα τρομακτικά βουνά που με συνάρπαζαν, με _______________, με ήχους, με ώριμα φρούτα που έκλεβα απ’ τα δέντρα πριν ξεσπάσει η μεγάλη πείνα, γιατί τότε όχι φρούτα αλλά ούτε πρασινάδα δεν έβρισκες τριγύρω.
Θα τα πω κι αυτά, όλα θα τα πω. Και θα _______________ απ’ την αρχή. Θα μιλήσω πρώτα για τον βασιλιά, τον Μίνωα. Και θα πω γι’ αυτά που είδα και για τ’ άλλα, που άκουγα.
Κι αν κάτι από αυτά που θα διαβάσετε σας κάνει να στραβομουτσουνιάσετε, τότε δεν _______________, πείτε ότι ήταν μια ιστορία απ’ το σκλαβί, απ’ το σκλαβάκι, από ένα τιποτάκι.
Εγώ νόμιζα πως οι βασιλιάδες είναι _______________. Πως αρκεί ν’ απλώσουν το χέρι τους και να δείξουν κάποιον με το δάχτυλο για να γίνει αυτός στάχτη, να εξαφανιστεί, να πάει καλιά του.
Φαίνεται όμως πως κι ο βασιλιάς το ίδιο νόμιζε, πως ήτανε θεός. Κι όταν είδε πως δεν ήταν, τότε τον ζώσανε τα φίδια. Και φοβήθηκε και θύμωσε. Ο μήνας Δεύκιος ήταν σκληρός για όλους, κι ακόμα περισσότερο για τον _______________ βασιλιά Μίνωα.
Τα βασιλικά του κόκαλα πονούσαν. Η _______________ κοπάνιζε κατά καιρούς διάφορα μαντζούνια στο μέλι, μέσα σε πήλινες γαβάθες, κι έβραζε λογής αφεψήματα, αλλά φάρμακο για να θεραπεύσει τα γεράματα κανείς δεν μπορούσε να φτιάξει.
Τον φοβόμουνα τον βασιλιά απ’ τα τόσα φοβερά που είχα ακούσει γι’ αυτόν, κι έτσι μόλις μου ’πανε οι δυο δούλοι του να τους ___________ στα αυτοκρατορικά δωμάτια…
…κρατώντας έναν αμφορέα με ροδόνερο, εγώ κρύφτηκα πίσω του και τους ακολούθησα _______________, προσπαθώντας να μη μου χυθεί ούτε σταγόνα.
Όταν μπήκαμε στο δωμάτιο κι έκλεισε πίσω μου η πόρτα πάγωσα. Ποιο ήταν εκείνο το ζαρωμένο ανθρωπάκι που το ’χαν _______________ τα στρώματα και τα σκεπάσματα; Ο βασιλιάς;
Καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί, όπως οι χελώνες όταν έχουν αναποδογυρίσει και κουνάνε τα πόδια πάνω απ’ το καβούκι τους, τον είδα να _______________ αναμεταξύ τους τα λιγοστά δόντια που του είχαν απομείνει. Κρύφτηκα καλύτερα πίσω απ’ τον αμφορέα μου.
Όταν λοιπόν με τα πολλά κατάφερε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο έγνεψε στους δούλους του. Εκείνοι τράβηξαν αργά το _______________, σκούρο ύφασμα…
…φανερώνοντας τις βελανιδιές και τα _______________ των κήπων κι αφήνοντας ελεύθερα το φως να χυθεί μέσα στο βασιλικό δωμάτιο.
Τότε ο βασιλιάς έκλεισε τα ποντικίσια μάτια του και σήκωσε ψηλά τα χέρια του σταυρό σαν να ’χε δεχτεί επίθεση, σαν να ’τανε το φως ο χειρότερος εχθρός του. Μόνο όταν είδε πως είχε _______________ απ’ την επίθεση και συνήθισαν τα μάτια του άνοιξε τα χέρια στο πλάι για να τον ντύσουν οι δούλοι.
Σάστισα _______________ όταν έκανε μια γκριμάτσα σαν να ζάρωσε τα μούτρα του απ’ τη μια τους μεριά, και είδα πως μέσα στο στόμα του είχε μόνο τρία δόντια. Τότε ένας δούλος τον πλησίασε κρατώντας ένα κασελάκι στα χέρια, το άνοιξε και το πρόσφερε στον βασιλιά.
Ο βασιλιάς άπλωσε το χέρι του, έβγαλε από μέσα δύο αστραφτερές σειρές μακρουλά δόντια και τις κατάπιε. Τα δόντια όμως απλώθηκαν στο στόμα του κατευθείαν _______________ ένα ψεύτικο χαμόγελο, όταν χαμογέλασε ψεύτικα.
Γύρισε και κοίταξε το δωμάτιό του σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά. Και το βλέμμα του σταμάτησε στον αμφορέα μου. «Τι ’ναι αυτό;» ρώτησε τον έναν δούλο που εκείνη τη στιγμή έδενε _______________ τους ιμάντες στα παπούτσια του βασιλιά.
«Το ροδόνερο, βασιλιά μου» είπε αυτός. «Όχι αυτό, το άλλο». «_______________ άλλο, βασιλιά μου;» «Πίσω από τον αμφορέα βλέπω ένα μαλλιαρό κεφάλι, ποιος είναι κει;» είπε απευθύνοντας τη μισή του πρόταση στον δούλο και την άλλη μισή στον αμφορέα.
Τότε, τρέμοντας σκαρφίστηκα στη στιγμή ένα τραγουδάκι για να ξεφοβηθώ. Πήγαινε κάπως έτσι: «Βασιλιά μου βασιλιά, με τα ψεύτικα τα δόντια και την _______________ μουτσούνα, δε φοβάσαι μη σου φύγουν, δε φοβάσαι μη σου φύγουν, όταν πλένεσαι στη γούρνα;»
Ήταν εμπνευσμένο από τα παράξενα δόντια και την ασχήμια του βασιλιά. Το ’πα μέσα μου σαν ξόρκι κάνα δυο φορές κι ένιωσα κάπως ξαλαφρωμένος. Τελικά μισή σπιθαμή ήτανε. Μπορεί και να τον περνούσα στο _______________.
«Βγες από κει» διέταξε και, αφού το σκέφτηκα λίγο, έκανα ένα βήμα δεξιά και _______________. «Είναι το σκλαβί, βασιλιά μου» είπε ο ένας δούλος. «Τον πήραμε απ’ το παζάρι, είναι τώρα ένας χρόνος» είπε ο άλλος «είναι γρήγορος σαν σβουρίδα και έμπιστος σαν σκύλος».
«Είναι δυνατός;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Σαν ταύρος, βασιλιά μου». «Από πού είναι;» «Από τους αμμόλοφους» Ένιωσα την καρδιά μου να σπαρταράει μέσα στο σώμα μου. Είχα να σκεφτώ την πατρίδα μου _______________ καιρό.
Οι δουλειές στο παλάτι και τα θελήματα με κρατούσαν τόσο απασχολημένο, κι ύστερα, όταν _______________ και μαζευόμουν στο καμαράκι μου δίπλα στη μαγείρισσα που μύριζε τη μια σκόρδο, την άλλη πιπέρια και μπαχαρικά, τα μάτια μου έκλειναν κι έπεφτα ξερός για ύπνο από την κούραση.
Ξεχνούσα, λοιπόν; Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκα στο παλάτι είχα κουρνιάσει δίπλα στη μαγείρισσα σαν κλωσοπουλάκι και στέγνωνα τα δάκρυά μου πάνω στο _______________ της.
«Κλάψε, σκλαβί μου, κλάψε για τη μανούλα σου που θα σε ψάχνει και για τ’ αστέρια τ’ ουρανού σου και για όλα εκείνα που θυμάσαι τώρα, μα που σε λίγο καιρό θα ’χεις ξεχάσει, κλάψε, σκλαβάκι μου», και δώσ’ του κι έκλαιγα όλη τη νύχτα, μέχρι που το πρωί τα μάτια μου ήτανε _______________ τούμπανο και κόκκινα σαν τη φωτιά.
«Σκλαβάκι, γιατί ’ναι κόκκινα τα μάτια σου;» με ρωτούσαν. «Φταίνε τα πιπέρια της μαγείρισσας που αναπνέω όλο το βράδυ» έλεγα επειδή ήμουν και _______________.
Απ’ τους αμμόλοφους, επαναστάτησε η καρδιά μέσα στο στήθος μου και ήρθανε στ’ αυτιά μου οι ήχοι απ’ τους ανέμους και η φωνή της μάνας μου που μου _______________: Μεγάλωσες πια, Αϊσά, άσε τη λύπη να πετάξει.
Έσφιξα τις παλάμες μου γροθιές. Ο βασιλιάς με κοίταξε στα μάτια αφηρημένα και είπε μόνο «Σαν αέρας είναι ετούτο το σκλαβί» κι ήταν σαν να μου ’δωσε ο ίδιος ο Μίνωας _______________ την άδεια να βρίσκομαι παντού.
Όταν τέλειωσαν οι δούλοι _______________ προς την πόρτα και με περίμεναν να φύγουμε, ένας από αυτούς, μάλιστα, γύρισε πίσω και με τράβηξε από το μπράτσο για να με οδηγήσει έξω από το δωμάτιο, αλλιώς θα ήμουν ακόμα εκεί να προσπαθώ να ξαναδώ τα παράξενα δόντια του βασιλιά.
Η βασίλισσα πάντως δε χρειαζόταν να με δει. Τις _______________ τις παρουσίες και άλλα πολλά. Γιατί η Πασιφάη δεν ήτανε μόνο βασίλισσα, ήτανε και μάγισσα. Και τα δόντια της δεν τα έβαζε σε κασελάκια παρά τα είχε πάντα μέσα στο στόμα της.
Πάτα ολοκλήρωση για να υποβάλεις οριστικά το quiz.
Μπορείς να πατήσεις το κουμπί “Προηγούμενη” και να διορθώσεις οποιαδήποτε απάντησή σου ή να δώσεις απάντηση σε όποια άφησες κενή.
Όταν είσαι σίγουρος/η πάτησε το κουμπί “Ολοκλήρωση”.
Το κείμενο του διαγωνισμού για την Ε’ Δημοτικού, είναι απόσπασμα από το βιβλίο Το σκλαβάκι της Κνωσού των Εκδόσεων Πατάκη.