Super Contest
Ο δοκιμαστικός διαγωνισμός αποτελείται από 40 ερωτήσεις (θέματα του περσινού διαγωνισμού) και μπορείς να τον επαναλάβεις όσες φορές θέλεις.
Η Ανδριανή άνοιξε το πορτμπαγκάζ της παλιάς Μερσεντές. Ήταν γεμάτο ως επάνω κούτες, βιβλία δεμένα πακέτα με σπάγκους, σακούλες με μικροπράγματα. Ένα νοικοκυριό. Όχι ακριβώς ένα νοικοκυριό σχεδόν. Η Ανδριανή προσπάθησε να κρατηθεί απ’ την ψευδαίσθηση ότι δε χρειαζόταν περισσότερα, η μετακόμιση ήταν _______________ .
Όμως, ακόμη κι έτσι να ήταν τα πράγματα, πάλι το ίδιο θα ένιωθε, να τη σέρνουνε σε κάτι το οποίο δεν ήθελε, όμως δεν υπήρχε και τρόπος να το αποφύγει. Έκανε να πιάσει μια κούτα και μετά το μετάνιωσε· ήταν καλύτερα να κουβαλήσουν πρώτα τα σακ βουαγιάζ που είχαν στριμώξει στο πίσω κάθισμα. «Μαμά!» Η μάνα της _______________ ακόμη στη θέση του οδηγού.
«Μαμά, φτάσαμε, πρέπει να αρχίσουμε να κουβαλάμε». Ήταν περίεργο να ανακοινώνει πως έφτασαν στην οδηγό που τις είχε φέρει ως εκεί, όμως δεν ήταν το μόνο περίεργο που τους _______________ τον τελευταίο καιρό. Η μάνα της έμεινε ακόμη λίγο καθισμένη μπροστά στο τιμόνι κοιτάζοντας ίσια μπροστά, ύστερα στερέωσε στην κορυφή του κεφαλιού τα γυαλιά ηλίου που φορούσε σε όλο το ταξίδι και βγήκε αργά απ’ το αυτοκίνητο.
Ο ουρανός _______________ πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Από κάπου μύριζε νοτισμένο χώμα. Ερχόταν βροχή. Είχαν φύγει απ’ το Χαλάνδρι με λιακάδα, ζέστη να σκάει ο τζίτζικας, μόλις είχε μπει ο Σεπτέμβρης. Διέσχιζαν τη μισή Ελλάδα κατά μήκος χωρίς σχεδόν να ανταλλάξουν λέξη.
Η μάνα έκανε μια δυο προσπάθειες να πιάσει κουβέντα, αλλά πέσανε στη μουγκαμάρα της Ανδριανής, βουλιάξανε κι έμειναν εκεί, με _______________ κάτι σκόρπιες λέξεις, που μπορεί να ήτανε «ναι», μπορεί «όχι», μπορεί «παράτα με», για απάντηση. Μονάχα όταν άφησαν πίσω τους την Εθνική οδό και μπλέχτηκαν στους επαρχιακούς δρόμους που διέσχιζαν τον κάμπο αναγκάστηκαν μάνα και κόρη να συνεργαστούν.
Η μάνα οδηγούσε ενώ η Ανδριανή κοίταζε μια το Google Maps στο κινητό της, μια τα βουνά στο βάθος του ορίζοντα, τα οποία έμεναν πεισματικά στην ίδια απόσταση, αν και είχαν _______________ κάμποσα χιλιόμετρα ανάμεσα σε χωράφια που άσπριζαν σαν χιονισμένα.
Ξεχασμένες τουφίτσες μπαμπάκι πάνω στα φυτά περίμεναν το δεύτερο μάζεμα. Περνούσαν από καμποχώρια που έμοιαζαν έρημα, μονάχα ένας οικισμός Ρομά έσφυζε από ζωή, παιδιά παίζανε στην _______________ ενός ξεροπόταμου. Έκαναν έναν ακόμη κύκλο, μέχρι να βρουν επιτέλους την ταμπέλα που έδειχνε τον δρόμο για το βουνό.
Συνέχισαν για λίγο στην άσφαλτο κι ύστερα το GPS τούς οδήγησε σε έναν χωματόδρομο. «Παλιό Ελατοχώρι. Εδώ στρίβουμε!» Η μάνα της Ανδριανής άφησε να της _______________ ένας αναστεναγμός ανακούφισης. «Επιτέλους φτάνουμε!» Συνέχισε να οδηγεί, με το αυτοκίνητο να χοροπηδάει στις λακκούβες που εμφανίζονταν κάθε τόσο μπροστά τους.
Προσπέρασαν τις όχθες μιας λίμνης, για λίγο πήγαιναν παράλληλα στο νερό, ύστερα ο χωματόδρομος άλλαξε _______________, άρχισε να οδηγεί ψηλά προς το βουνό. Δεξιά τους εμφανίστηκε ένα πλάτωμα. Μια ακόμη πινακίδα καρφωμένη στον κορμό ενός δέντρου: Chalet «La petite cascade» – Ρarking.
Η μάνα της Ανδριανής παρκάρισε. Στην άκρη του πάρκινγκ τα _______________ ενός σαραβαλιασμένου τζιπ. Ερημιά. «Πάρε ό,τι μπορείς να κουβαλήσεις για αρχή και κατεβαίνουμε ξανά». Λες και είχε ξαναβρεί τη χαμένη της ενέργεια, η μάνα της Ανδριανής πήρε από το πίσω κάθισμα το νεσεσέρ της, το λάπτοπ, ένα σακ βουαγιάζ. Προχώρησε μπροστά.
Η Ανδριανή βάλθηκε να σέρνει μια βαλίτσα, το περιεχόμενο της οποίας της διέφευγε εκείνη τη στιγμή. Ένας δυνατός αέρας σάρωνε κάτι κοκκινωπά _______________ στο δρομάκι που οδηγούσε λίγο πιο ψηλά σ’ ένα κτίριο ανάμεσα στα δέντρα.
Καθώς ανηφόριζαν, το δρομάκι γινόταν όλο και πιο _______________· είχε αρχίσει να βρέχει. Βαριά βροχή, παγωμένη, μες στο φθινόπωρο, απ’ αυτές που πέφτουν πάνω σου και σε τρυπάνε ως το κόκαλο.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν είδα τις δυο γυναίκες να έρχονται προς το μέρος μου κουβαλώντας βαλίτσες ήταν: Έρχονται σ’ εμένα! Αφέθηκα στον ενθουσιασμό μιας στιγμής, αν και ήξερα πως δε βασιζόταν πουθενά. Κανένας δεν ερχόταν σ’ εμένα εδώ και _______________ καιρό.
Είχα δίκιο, φυσικά. Τις παρακολουθούσα καθώς κατευθύνονταν προς το παλιό σαλέ. Η μια ήταν _______________,η κοτσίδα που είχε πλέξει τα μαλλιά της την έκανε να φαίνεται σχεδόν παιδί. Η άλλη έμοιαζε μεγαλύτερη, όμως και το δικό της βάδισμα ήταν ανάλαφρο, νεανικό. Πήγαινε πρώτη και κάθε τόσο γύριζε να δει αν την ακολουθεί το κορίτσι με την κοτσίδα.
Γρήγορα τις έχασα. Τα δέντρα είναι πολλά σ’ αυτό τον τόπο κι οι βελανιδιές δεν είχαν χάσει ακόμη όλα τα φύλλα τους. Έχουν ένα ωραίο χρώμα τα φύλλα της βελανιδιάς πριν πέσουν πεθαμένα στο χώμα, γίνονται κόκκινο βαθύ, όλο το ______________ ο τόπος κόκκινος ολόγυρά μας.
Αφέθηκα στην _______________. Το έκανα αυτό συχνά για να ξεχνάω τη μοναξιά μου, όμως δεν ήταν πάντοτε εύκολο. Άσχημο πράγμα η μοναξιά. Από τότε που κάηκε το παλιό χωριό, ερήμωσε εντελώς ο τόπος.
Ήταν καλύτερα όταν λειτουργούσε τουλάχιστον το σαλέ, αν και είχα ξεχάσει πια πότε λειτουργούσε κανονικά, _______________ από χρόνια. Από τότε που έπαψε να είναι ξενώνας, μια γινόταν καφετέρια, μια ταβέρνα, αλλά κανένας δεν πατούσε, είναι, βλέπεις, μακριά απ’ το καινούριο χωριό.
Γρήγορα ο φιλόδοξος ιδιοκτήτης του διαπίστωνε πως μπαίνει μέσα και έβαζε λουκέτο, για να κάνει το ίδιο κι ο επόμενος. Ο επόμενος. Η γυναίκα και το κορίτσι; Ήταν δυνατόν; Όμως ποιος άλλος λόγος μπορεί να υπήρχε για να έρθει κανείς σ’ αυτή την ερημιά; Ξαφνικά _______________ πως τελευταία είχα δει κάποια κίνηση στην περιοχή.
Θα ήταν προς το τέλος του χειμώνα, αρχές της άνοιξης. Δυο αυτοκίνητα. Το ένα μεγάλο, ολοκαίνουριο, από εκείνα της πόλης, τα εντελώς _______________ για τους ξεχαρβαλωμένους δρόμους που ανεβαίνουν ως εδώ. Το άλλο ένα παλιό φορτηγάκι απ’ το χωριό.
Ο οδηγός του κατέβηκε πρώτος, ξεκλείδωσε την πόρτα του παλιού σαλέ και κάλεσε το ζευγάρι που είχε κατέβει στο μεταξύ από το άλλο αυτοκίνητο να τον ακολουθήσει μέσα στο κτίριο. Δεν έμειναν πολύ. Ξαναμπήκαν στα αυτοκίνητά τους και χάθηκαν στην πρώτη στροφή του δρόμου. Άραγε το κορίτσι με την κοτσίδα και η γυναίκα είχαν σχέση με αυτό; Ήταν οι καινούριοι _______________ ή υπάλληλοι;
Πάντως τα μπαγκάζια τους έδειχναν πως είχαν σκοπό να μείνουν καιρό. Δυο γυναίκες ολομόναχες στην ερημιά; Μπα, σκέφτηκα, _______________. Το σαλέ χρειαζόταν χέρια για να μπορέσει να λειτουργήσει ξανά.
Έπρεπε να περιμένουμε κόσμο σε λίγο. Μαστόρους, εργάτες, φορτηγά. _______________ στον χειμώνα; Παράξενο. Εδώ πάνω όλες οι εξωτερικές δουλειές σταματάνε με το που μπαίνει το φθινόπωρο. «Δώσ’ το σ’ εμένα!» Η Ανδριανή πήρε απ’ τα χέρια της μάνας της το κλειδί. Δοκίμασε με τη σειρά της. Το κλειδί αρνιόταν πεισματικά να γυρίσει στην κλειδαριά. «Γαμώτο!»
Η δίφυλλη ξύλινη πόρτα του σαλέ, γεμάτη σκασίματα και ξεφλουδισμένες μπογιές, _______________ μπροστά τους, σαδιστικά αδιάφορη στις προσπάθειες μάνας και κόρης. «Ωραία τα καταφέραμε!» Λάθος ρήμα, ακόμη κι έτσι όπως λεγόταν ειρωνικά.
Και προπαντός λάθος ο _______________ σε πρώτο πρόσωπο. Ωραία τα καταφέρατε. Δεύτερο πρόσωπο, αυτό είναι το σωστό! Η Ανδριανή κράτησε τις λέξεις πίσω απ’ τα δόντια της, ήταν λάθος κι ο τόπος κι ο χρόνος για τέτοιες κουβέντες. Δεν έκανε καν τον κόπο να σηκώσει το κεφάλι και να κοιτάξει τη μάνα της, συνέχισε να παλεύει με την κλειδαριά.
Η βροχή περνούσε από το στέγαστρο, που είχε γείρει και τις μούσκευε και τις δυο. Η Ανδριανή ξεφορτώθηκε τον σάκο που είχε φορτωμένο στην πλάτη της, στέλνοντάς τον να κάνει παρέα στις υπόλοιπες αποσκευές τους, οι οποίες, παρατημένες στις πλάκες, βρέχονταν κι αυτές. Τώρα μπορούσε να _______________ πιο ελεύθερα τα χέρια της.
Έβγαλε το κλειδί κάνοντας μια _______________ ευχή – άνοιξε! άνοιξε!– καθώς το έβαζε πάλι στην κλειδαριά. Όχι άλλα τεντωμένα νεύρα, παρακάλεσε. Τα βρεγμένα δάχτυλά της είχαν παγώσει. Πώς γινόταν να αλλάζει τόσο γρήγορα ο καιρός; Η κλειδαριά έτριξε για πρώτη φορά καθώς το κλειδί γύριζε επιτέλους μέσα μια, δυο φορές.
«Έλα!» Η μάνα της στεκόταν ασάλευτη δυο βήματα από την πόρτα, το λούκι που κατέβαζε τα νερά της σκεπής περνούσε ανάμεσα στα σανδάλια της για να χαθεί στο μονοπάτι. Είχε πάρει πάλι τη γνώριμη έκφραση του τελευταίου καιρού «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, όλα είναι υπό έλεγχο». «Έλα, μαμά, άνοιξε!» Η Ανδριανή έσπρωξε την πόρτα. Μια _______________ μούχλας όρμησε έξω να ξεπλυθεί στη βροχή.
Τα βρεγμένα σανδάλια ξεκόλλησαν επιτέλους από τις πλάκες. Μάνα και κόρη πέρασαν στο σκοτεινό κτίριο. Μέσα απ’ το παχύ στρώμα της σκόνης που σκέπαζε τα τζάμια, το θαμπό φως της συννεφιάς και της βροχής ξεδίπλωνε μπρος στα μάτια τους το _______________ του σαλέ. Ο χώρος έμοιαζε παρατημένος από χρόνια. Οι ξεβαμμένες ξύλινες καρέκλες, οι καναπέδες με τις λερωμένες εμπριμέ ταπετσαρίες.
Πίσω από τον πάγκο του μπαρ δύο _______________ έχασκαν μισάνοιχτα, δε χρειαζόταν και πολλή φαντασία για να σκεφτείς πως το πιθανότερο ήταν να μη λειτουργούσαν. Μια σκάλα ανέβαζε στο σκοτάδι. «Δεν έχουν ρεύμα εδώ πάνω;» Ένας κεραυνός ακούστηκε να πέφτει κάπου κοντά.
Η λάμψη του όρμησε στον χώρο. Το φως τρεμούλιασε κι έμεινε εκεί να φωτίζει τις σκόνες. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να _______________ η Ανδριανή πως δεν υπήρχε λόγος να τρομάζει, ο κεραυνός δεν είχε χτυπήσει το σαλέ.
Κάτι τσιμπλιάρικα φώτα άναβαν εδώ κι εκεί, _______________ τη σκοτεινιά της βροχερής μέρας. Η μάνα της είχε βρει τον πίνακα του ηλεκτρικού και είχε ανοίξει τον διακόπτη. «Ας ανεβάσουμε επάνω τα πράγματα». Η γεμάτη ενέργεια φωνή τής έδινε στα νεύρα, αλλά για άλλη μια φορά η Ανδριανή έμεινε σιωπηλή.
Ακολούθησε τη μάνα της κουβαλώντας τη βαριά βαλίτσα. Ανέβηκαν τη σκάλα που έβγαζε στο πάνω πάτωμα. Οι αριθμοί των οκτώ δωματίων που αναφέρονταν στο συμβόλαιο σημάδευαν οκτώ κλειστές πόρτες. Η μάνα της αγνόησε τις κλειστές πόρτες και προχώρησε προς τη δεύτερη σκάλα που οδηγούσε στο τελευταίο πάτωμα, αυτό το οποίο, όπως έλεγε το συμβόλαιο, χρησιμοποιούσαν οι ιδιοκτήτες για κατοικία τους. Ξεφτισμένα υφαντά στόλιζαν _______________ πλάι στα σκαλιά.
Σίγουρα είχαν τοποθετηθεί εκεί για να δώσουν μια αίσθηση ζεστού χωριάτικου σπιτικού, όμως ποιος ξέρει για πόσον καιρό δεν τα είχε _______________ κανείς. Αράχνες είχαν πλέξει τους ιστούς τους παντού και κρέμονταν από το ταβάνι και τα κάγκελα της σκάλας. Στα δυο δωμάτια που υπήρχαν εκεί τα πράγματα ήταν καλύτερα.
Αυτοί που έμεναν πριν τα είχαν αφήσει τακτοποιημένα και σχετικά καθαρά, όσο τακτοποιημένο και καθαρό μπορεί να είναι ένα δωμάτιο με τα φύλλα απ’ τις άδειες ντουλάπες ορθάνοιχτα και τα λιγοστά έπιπλα σκεπασμένα με _______________. Ένα διπλό κρεβάτι στη μέση του ενός, ένας χτιστός χωριάτικος καναπές ο οποίος έπιανε όλο τον τοίχο στο άλλο. Σε ένα απ’ τα παράθυρα, στο ξύλινο περβάζι ανάμεσα στους χοντρούς πέτρινους τοίχους, ένα κερί στερεωμένο σε μπουκάλι.
Σίγουρα το ηλεκτρικό κοβόταν συχνά εκεί πάνω. «Ας ξεκινήσουμε από αυτά τα δυο δωμάτια, να τα κάνουμε _______________, και αύριο βλέπουμε». Για πρώτη φορά εδώ και καιρό μάνα και κόρη αντάλλαξαν ένα βλέμμα. Δε χρειαζόταν περισσότερο για να διαβάσει η μια τα συναισθήματα της άλλης, τα ήξεραν. «Έπρεπε να βρούμε μια γυναίκα από το χωριό να καθαρίσει πριν έρθουμε, όμως ο Μάξιμος…» δοκίμασε να πει η μάνα της Ανδριανής. Ο Μάξιμος και ο Μάξιμος. Πάρ’ το επιτέλους απόφαση. Ο Μάξιμος μας κατέστρεψε!
Αυτή ήταν η αλήθεια που με βάραινε σαν πέτρα δεμένη στον λαιμό μου. Δεν μπορούσα παρά να το πάρω σαν τιμωρία, για την οποία μάταια έψαχνα τον λόγο. Γιατί αυτό ακριβώς ήταν, τιμωρία. Μια μάνα εκτός πραγματικότητας κι ένα ο Θεός να το κάνει σαλέ το οποίο έπρεπε να _______________ με κάθε θυσία, διαφορετικά θα χάναμε το σπίτι μας στο Χαλάνδρι, όλα θα τα χάναμε, θα βρισκόμασταν κυριολεκτικά στον δρόμο.
Αν είχα πετύχει στις πανελλαδικές και είχα μπει στην Ιατρική, ίσως συνέχιζα να μένω στο πατρικό μου στο Χαλάνδρι ή θα ψάχναμε «διαμέρισμα επιπλωμένο και με _______________ λογικό» στα Γιάννενα, στην Κρήτη, στη Θεσσαλονίκη, όπου τέλος πάντων μου καθόταν να περάσω. Δεν είχα καταφέρει όμως να πιάσω ούτε τη βάση στις πανελλαδικές.
Έπρεπε να το περιμένω, αφού έβλεπα τι συνέβαινε γύρω μου. Είχαμε γίνει μπάχαλο ως οικογένεια, ο καθένας μας _______________, τι περίμενα, πως εγώ θα τη γλιτώσω; Τις τελευταίες εβδομάδες έχω βουλιάξει στη μιζέρια.
Το έχω παραδεχτεί σε εκείνες τις στιγμές της αυτοκριτικής που πλακώνουν όλες μαζί μετά από κάθε αποτυχία. Όμως οι αυτοκριτικές δεν ωφελούν τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον όχι όταν είσαι μπροστά στον γκρεμό και δεν υπάρχει ρέμα πίσω σου για να έχεις την _______________ της επιλογής.
Αν είχα πετύχει στις πανελλαδικές… Δεν ήταν τίμιο να χρεώσω τη δική μου αποτυχία στους καβγάδες των γονιών μου. Τίποτε δε θα γινόταν, ακόμη κι αν είχα καταφέρει να περάσω στην Ιατρική, έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα. Στο Χαλάνδρι δε θα μπορούσα να μείνω, το σπίτι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να έβγαινε σε _______________.
Πάτα ολοκλήρωση για να υποβάλεις οριστικά το quiz.
Μπορείς να πατήσεις το κουμπί “Προηγούμενη” και να διορθώσεις οποιαδήποτε απάντησή σου ή να δώσεις απάντηση σε όποια άφησες κενή.
Όταν είσαι σίγουρος/η πάτησε το κουμπί “Ολοκλήρωση”.
Το κείμενο του διαγωνισμού για τη Γ’ Γυμνασίου, είναι απόσπασμα από το βιβλίο Η Ανδριανή και ο κυνηγός των Εκδόσεων Πατάκη.